Τα όνειρά μου έσπασαν...σαν ένα βραχιολάκι, που έπεσε και όλες οι χάντρες έσπασαν και τα κομμάτια τους χάθηκαν...έτσι κι η καρδιά μου έσπασε, και κάθε κομμάτι της χάθηκε...στην άβυσσο...μου είχες πει πως με αγαπάς, και μου είπες να περιμένω...μου είπες να περιμένω κι ότι θα γίνεις καλά και δε θα πεθάνεις από τον καρκίνο...Κι εγώ σε πίστεψα...
Σε πίστεψα...πολύ...μου έδινες κουράγιο...μου έσφιγγες το χέρι, και μου έλεγες ότι θα γίνεις καλά...ότι ο καρκίνος δε θα σε σκοτώσει, ότι θα μείνεις μαζί μου για πάντα...αποκοιμήθηκα...
Τι εφιάλτης ήταν αυτός, δεν έλεγε να τελειώσει, ξύπνησα με την καρδιά στο στόμα από εκείνο τον εκκωφαντικό, συρτό και οξύ ήχο που μου διέλυσε κάθε ελπίδα, που κατέστρεψε κάθε όνειρο, που μετέτρεψε τη ζωή μου σε εφιάλτη, αυτός ο συρτός θόρυφος, το τρυπητό μπιπ και η όψη της κόκκινης ολόισιας γραμμής, και οι φιγούρες γιατρών και νοσοκόμων πάνω από το κεφάλι σου, να προσπαθούν να σε φέρουν στη ζωή, αλλά εσύ τελικά το μόνο που έκανες είναι να κλείνεις πιο σφιχτά τα μάτια, να μειώνεις τους χτύπους της καρδιάς σου με ταχύτητα του φωτός, η αναπνοή σου να γίνει όλο και πιο γρήγορη και το σώμα σου ακίνητο...
Και το χέρι μου ακόμη μέσα στο δικό σου...
Μου είχες πει να μη φοβάμαι...
Να κρατηθώ στη ζωή...
Και ότι θα έρθεις μαζί μου, ότι κι αν γίνει...
Κι ακόμη περιμένω...